παραδοξοποιός

παραδοξοποιός
-όν, Α
αυτός που κάνει θαυμαστά πράγματα, θαυματουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξα + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραδοξοποιός — wonder worker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοποιοῦ — παραδοξοποιός wonder worker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοποιούς — παραδοξοποιός wonder worker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοποιῶν — παραδοξοποιός wonder worker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοποιῷ — παραδοξοποιός wonder worker masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοποιόν — παραδοξοποιός wonder worker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδοξοποιΐα — ἡ, ΜΑ [παραδοξοποιός] το να κάνει κάποιος θαυμαστά πράγματα …   Dictionary of Greek

  • παραδοξοποιώ — έω, Α [παραδοξοποιός] κάνω θαυμαστά πράγματα, θαυματουργώ …   Dictionary of Greek

  • ՍՔԱՆՉԵԼԱՐԱՐ — (ի.) NBH 2 0767 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c, 13c ա. θαυμαστοποιός, θαυμαστά ποίων miracula edens, miracula faciens παραδοξοποιός inopinata agens, vel mirabilis. Որ առնէ սքանչելիս միայն. սքանչելագործ (աստուած, եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”